καυκάλιον

καυκαλίς

καυκαλοειδής
καυκαλίς, ίδος () []
1 sorte de plante potagère, Th. H.P. 7, 7, 1 ; Phænias (Ath. 371d) ||
2 semence de cette plante, Nic. Th. 843.