καυματόω-ῶ

καυματώδης

καυνάκης
καυματώδης, ης, ες [] brûlant, en parl. du Notus, Arstt. Meteor. 2, 6 ; d’une route, DS. 19, 18 ; du corps, Hpc. 337, 22 ; de déjections, Hpc. 222d.
Étym. καῦμα, -ωδης.