Κεκρυφάλεια

κεκρυφαλοπλόκος

κεκρύφαλος
κεκρυφαλο·πλόκος, ου [ῡᾰ] qui tresse des réseaux de femme, Critias (Poll. 7, 179).
Étym. κεκρύφαλος, πλέκω.