κεγχρίς

κεγχρίτης

κεγχρῖτις
κεγχρίτης, ου [] adj. m. tacheté comme de grains de millet : κ. λίθος, Plin. H.N. 37, 73, cenchrite, pierre précieuse, semée de petits grains ; ὁ κεγχρίτης, sorte de serpent, c. κεγχρίας, Aét.
Étym. κέγχρος.