κεγχροφόρος

κεγχρώδης

κεγχρώματα
κεγχρώδης, ης, ες, c. κεγχροειδής, Hpc. 427, 7, etc. ; Th. H.P. 8, 3, 3, etc.
Étym. κέγχρος, -ωδης.