Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεντροϐαρικά
κεντροδήλητις
κεντροειδής
*κεντρο·δήλητις,
dor.
κεντρο·δάλητις,
ιδος
[
ᾱ
]
adj. f.
qui tourmente avec l’aiguillon,
Eschl.
Suppl.
563
conj.
Étym.
κέντρον, δηλέω
.