κεφαλαιωδῶς

κεφαλαίωμα

κεφαλαλγέω-ῶ
κεφαλαίωμα, ατος (τὸ) [φᾰ] somme, total, propr. récapitulation, Hdt. 3, 159.
Étym. κεφαλαιόω.