Κεφαλληνίς

κεφαλοϐαρής

κεφαλόδεσμον
κεφαλο·ϐαρής, ής, ές [ᾰᾰ] qui a la tête lourde, Arstt. Longæv. 6 ; Th. H.P. 1, 6, 8, etc.
Étym. κεφαλή, βάρος.