κεφαλοειδής

κεφαλόθλαστον

κεφαλοκρούστης
κεφαλό·θλαστον, ου (τὸ) [φᾰ] contusion à la tête, Th. H.P. 9, 20, 4.
Étym. κεφαλή, θλάω.