κεφαλοτόμος

κεφαλοτρύπανον

κεφαλώδης
κεφαλο·τρύπανον, ου (τὸ) [ᾰῡᾰ] trépan, instr. de chirurgie, Gal. 2, 399.
Étym. κεφαλή, τρύπανον.