Κεφάλων

κεφαλωτός

κεχαλασμένως
κεφαλωτός, ή, όν [] qui a une tête, Epænet. (Ath. 371e) ; Geop. 12, 1, 8 ; Diosc. 2, 178, etc.
Étym. *κεφαλόω de κεφαλή.