Κέος

κεπφαττελεϐώδης

κέπφος
κεπφ·αττελεϐώδης, ης, ες, à tête folle de mouette et d’escarbot, Archestr. (Ath. 163d).
Étym. κέπφος, ἀττέλεϐος, -ωδης.