κεραΐζω

κεραΐς

κεραϊσμός
κεραΐς, ΐδος () [ᾱῐδ] corneille, oiseau, Lyc. 1317.
Étym. p.-ê. R. indo-europ. *ḱerh₂-u-, corne ; orig. fém. de κεραός.