κεραμιδόω-ῶ

κεραμικός

Κεραμικὸς κόλπος
κεραμικός, ή, όν [] d’argile, Hpc. 535, 27 ; Xén. Conv. 7, 2 ; Ar. Eccl. 4 ; ἡ κεραμική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 288a, l’art du potier.
Étym. κέραμος.