Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεραμοπωλέω-ῶ
κεραμοπώλης
κέραμος
κεραμο·πώλης,
ου
(
ὁ
)
marchand de poterie,
Din.
(
Poll.
7, 161
).
Étym.
κέραμος, πωλέω
.