Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεραμόω-ῶ
κεραμών
Κεραμῶν ἀγορά
κεραμών,
ῶνος
(
ὁ
)
[
ᾰ
] coupe,
Ar.
Lys.
200
conj.
Étym.
κέραμος
.