κεραοξόος

κεραός

κεραοῦχος
κεραός, αά, αόν :
1 muni de cornes, cornu, Il. 3, 24 ; Od. 4, 85 ; Thcr. Idyl. 1, 4 ; 16, 37 ||
2 fait de corne, Call. Ap. 63 ; Anth. 6, 118.
Étym. κέρας.