Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κερασκόμη
κερασκόμιον
κέρασμα
κερασκόμιον,
ου
(
τὸ
)
c.
οἰνάνθη,
Diosc.
3, 125
.
Étym.
dim. du préc.