κερασμός

κέρασος

Κερασούντιοι
κέρασος, ου, ou sel. Arc. p. 76, 22, κερασός, οῦ () [] cerisier, arbre, Arstt. Plant. 1, 5, 9 ; Th. H.P. 3, 13 ; Geop. 10, 41, 2, etc.