κερασφορέω-ῶ

κερασφόρος

Κέρατα
κερασ·φόρος, ος, ον, qui porte des cornes, Eur. Ph. 255 ; Plat. Pol. 265c ; Luc. D. deor. 22, 2, etc. ; fig. Anth. 11, 278.
Étym. κέρας, φέρω.