Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κερατίς
κερατιστής
κερατῖτις μήκων
κερατιστής,
οῦ
(
ὁ
)
[
ᾰ
] qui heurte de ses cornes,
Spt.
Ex.
21, 29 et 36
.
Étym.
κερατίζω
.