κερατοποιέω-ῶ

κερατοφόρος

κερατοφυής
κερατο·φόρος, ος, ον [] qui a (propr. qui porte) des cornes, Arstt. H.A. 2, 1, etc. ; Opp. C. 2, 489.
Étym. κέρας, φέρω.