Κεστίλια

κεστός

κέστρα
κεστός, ή, όν :
1 piqué, brodé, Il. 14, 204 ||
2 subst. ὁ κ. (s. e. ἱμάς) ceinture brodée, Plut. M. 19f ; Luc. D. deor. 20, 10 ; Alciphr. 1, 37, p. 180 ; Anth. 5, 121.
Étym. κεντέω.