κίϐδηλος

κίϐισις

Κίϐυρα
κίϐισις, εως () [ῐῐσ] besace, havresac, Hés. Sc. 224 ; Call. fr. 177, etc. ;.
Étym. pré-grec ; mot chypriote p. πήρα sel. Hsch.