Κικέρων

κίκι

Κικιννᾶτος
κίκι, κίκεως (τὸ) ricin, arbrisseau, Hdt. 2, 94 ; Plat. Tim. 60a ||
E ἡ κίκι, gén. τῆς κίκεως, P. Eg. 7, p. 297 ; τῆς κίκι, Gal. Lex. Hipp. p. 414.