Κιμώνειος

κινάϐευμα

κινάϐρα
κινάϐευμα et κιννάϐευμα, ατος (τὸ) méfait de fripon, Ar. (Com. fr. 2, 1201, corr. καννάϐευμα Schneid. ou κανάϐευμα Kock).