Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κιναιδεία
κιναιδία
κιναιδιαῖος
κιναιδία,
ας
(
ἡ
)
[
κῐ
] débauche contre nature,
Eschn.
41, 13,
etc.
Étym.
κίναιδος
.