Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κιναιδολογέω-ῶ
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδο·λόγος,
ος, ον
[
ῐ
] qui tient des propos obscènes,
DL.
4, 40 ;
Ath.
620
f
.
Étym.
κίναιδος, λέγω
.