κινναϐάρινος

κιννάϐαρις

κιννάϐευμα
κιννάϐαρις, εως () [ᾰᾰ] c. κιννάϐαρι, Anaxandr. (Bkk. p. 1208) ; El. N.A. 4, 21 et 46.