Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κλειδοῦχος
κλειδοφόρος
κλειδοφύλαξ
κλειδο·φόρος,
ion.
κληϊδο·φόρος,
ου
(
ὁ
)
porte-clefs,
Syn.
733
.
Étym.
κλείς, φέρω
.