Κλείσοφος

κλειστός

κλεῖστρον
κλειστός, ή, όν, fermé, barricadé, Str. 617, 656 ; DS. 20, 85 ||
E Ion. κληϊστός, Od. 2, 344 ; att. κλῃστός, Eur. Pel. fr. 620 Nauck.
Étym. vb. de κλείω.