κλέπος

κλεπτέλεγχος

κλεπτέον
κλεπτ·έλεγχος, ος, ον, qui fait découvrir les voleurs, Diosc. 5, 161 ; Aét. 2, p. 28, b, 41, 43.
Étym. κλέπτης, ἐλέγχω.