κλιμακτήρ

κλιμακτηρίζομαι

κλιμακτηρικός
κλιμακτηρίζομαι (ao. ἐκλιμακτηρίσθην) [ῑμ] être dans l’année climatérique, Theol. p. 193.
Étym. κλιμακτήρ.