κλινοκοσμέω-ῶ

κλινοπετής

κλινοπηγία
κλινο·πετής, ής, ές [] alité, malade, Hpc. 451, 21, etc. ; Xén. Hell. 5, 4, 58 ; Plut. M. 791e.
Étym. κλίνη, th. πετ- de πίπτω.