κληματόεις

κληματόομαι-οῦμαι

κληματώδης
κληματόομαι-οῦμαι (pf. κεκλημάτωμαι) [] se développer en sarments, Soph. fr. 239 ; Th. C.P. 2, 10, 3.
Étym. κλῆμα.