κληρωτί

κληρωτός

κλῄς
κληρωτός, ή, όν, désigné ou conféré par le sort, Plat. Leg. 759b ; Isocr. 265a ; Eschn. 3, 34, etc. p. opp. à χειροτονητός ou αἱρετός.
Étym. vb. de κληρόω.