Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κνιδόθεν
κνιδόκοκκος
Κνίδος
κνιδό·κοκκος,
ου
(
ὁ
)
c.
κνίδιος κόκκος,
A. Tr.
10, p. 569 ;
v.
κνίδιος
.