κνισός

κνισοτηρητής

κνισόω
κνισο·τηρητής, mieux que κνισσο·τηρητής, οῦ () parasite (propr. qui veille au fumet de la viande) Com. anon. (Bkk. p. 49, 13).
Étym. κνῖσα, τηρέω.