κνιστός

κνισώδης

κνισωτός
κνισώδης, mieux que κνισσώδης, ης, ες, graisseux, gras, Arstt. H.A. 4, 8, 21 ; P.A. 3, 14 ; Gal. 6, 289, etc. ; fig. Plut. M. 1088f.
Étym. κνῖσα, -ωδης.