κνυζόω-ῶ

κνύζω

κνῦμα
κνύζω, moy. κνύζομαι, El. N.A. 1, 8, c. κνυζέω.
κνύζω, c. κνύω ou κνάω, Sophr. (EM. 528, 3) dout.