Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κνημιαῖος
κνημιδοφόρος
κνημίς
κνημιδο·φόρος,
ος, ον
[
ῑ
] qui porte des jambarts,
Hdt.
7, 92
.
Étym.
κνημίς, φέρω
.