κοιλίδιον

κοιλιοδαίμων

κοιλιολυσία
κοιλιο·δαίμων, ων, ον, gén. ονος, qui fait un dieu de son ventre, Eup. (Ath. 100b) ; Ath. 97c ; Clém. 174.
Étym. κοιλία, δαίμων.