Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
Κοίλιος
κοιλιο·πώλης,
ου
(
ὁ
) marchand de tripes,
Ar.
Eq.
200
.
Étym.
κοιλία, πωλέω
.