κοιλοσταθμέω-ῶ

κοιλόσταθμος

κοιλοστομία
κοιλό·σταθμος, ος, ον, plafonné de planches recourbées, lambrissé, Spt. Agg. 1, 4.
Étym. κοῖλος, σταθμός.