Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοιλοσταθμέω-ῶ
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλό·σταθμος,
ος, ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé,
Spt.
Agg.
1, 4
.
Étym.
κοῖλος, σταθμός
.