κοινανέω-ῶ

κοινάω-ῶ

κοινῇ
κοινάω-ῶ, Pd. P. 4, 115 et moy. κοινάομαι -ῶμαι (f. κοινάσομαι) Pd. N. 3, 12, dor. c. κοινόω et κοινόομαι.