κοινόλεκτος

κοινόλεκτρος

κοινολεχής
κοινό·λεκτρος, ου, adj. f. qui partage son lit avec un autre, épouse, Eschl. Pr. 560 ; τινος, Eschl. Ag. 1441, amante de qqn.
Étym. κοινός, λέκτρον.