κοινοεργός

κοινοθυλακέω-ῶ

κοινολεκτέω-ῶ
κοινο·θυλακέω-ῶ [ῡᾰ] faire bourse commune, Ar. (Bkk. p. 47, 7).
Étym. κοινός, θύλακος.