κοινότοκος

κοινοτροφικός

κοινοφαγία
κοινο·τροφικός, ή, όν, qui concerne la vie (propr. la nourriture) commune, Plat. Pol. 264d, 267d ; ἡ κοινοτροφική (s. e. ἐπιστήμη) Plat. Pol. 261e, 264b, etc. l’art de nourrir en commun.
Étym. κοινός, τροφή.