κοινωφέλεια

κοινωφελής

κοινωφελῶς
κοιν·ωφελής, ής, ές, utile à tous, dans l’intérêt de tous, Gal. 14, 296 ; Phil. 2, 404, etc. ||
Sup. -έστατος, Phil. 1, 389.
Étym. κοινός, ὠφελέω.