κοκκινοϐαφής

κόκκινος

κοκκίον
κόκκινος, η, ον [] d’un rouge écarlate, Plut. Fab. 15 ; NT. Hebr. 9, 19 ; τὰ κόκκινα, Arr. Epict. 3, 22, 10, etc. vêtements écarlates.
Étym. κόκκος.